χεροπάλαμα

χεροπάλαμα
επίρρ. τροπ., με την παλάμη του χεριού: Μαζεύει ο πρώτος χεροπάλαμα, τ' ασήμι και το μάλαμα (Γρυπάρης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χεροπάλαμο — το, Ν 1. το άκρο χέρι, η παλάμη με τα δάχτυλα 2. (στον πληθ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χεροπάλαμα με τις παλάμες, με τις χούφτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + παλάμη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”